Κανένας στη δουλειά δεν γνώριζε κάτι για την προσωπική του ζωή. Το μόνο που ήξεραν ήταν το πόσο τυπικός, συνεπής, εργατικός κι απαιτητικός ήταν. Αυτό μόνο.
Πάντα άψογα ντυμένος, φρεσκοξυρισμένος, σοβαρός και καθόλου κοινωνικός, οι συνάδελφοι και υφιστάμενοί του, όχι άδικα, κατά καιρούς του έβγαζαν διάφορα παρατσούκλια. Τον είπαν Σκρουτζ, για το σφιχτό της τσέπης και του χαρακτήρα του, άλλες φορές παγόβουνο, χιονάνθρωπο, ή κρυόκωλο –όταν δεν ανταποκρινόταν σε κάποιο αστείο ή πείραγμα που έκαναν–μα το παρατσούκλι που στο τέλος πίστευαν ότι ταίριαζε γάντι στον ψυχρό κι ανέκφραστο, ίσως κι ανέραστο άντρα ήταν, Ο Τενεκεδένιος Άντρας. Ένας άντρας που δεν ήταν ικανός να είναι γλυκός και τρυφερός, αλλά ούτε το αντίθετο, αφού χωρίς καρδιά, ούτε καν άσχημα συναισθήματα μπορούν να ευδοκιμήσουν: το έδαφος είναι άγονο για οποιοδήποτε σπορά καλού ή κακού καρπού, το μοναδικό του πάθος – η απάθεια.
Ο Τενεκεδένιος Άντρας δεν γνώριζε ωράριο. Το πρωί ήταν πάντα στην ώρα του, αλλά δεν θα έφευγε από το γραφείο αν δεν τέλειωνε όλα αυτά που θεωρούσε ότι έπρεπε να κάνει για τη μέρα, έτσι, οι συνάδελφοί του έβγαλαν το συμπέρασμα ότι μάλλον δεν είχε άλλες υποχρεώσεις, ζούσε μόνος του. Εξάλλου, ποτέ το τηλέφωνο του γραφείου δεν είχε χτυπήσει για εκείνον, δηλαδή, για κάτι εκτός δουλειάς. Καμιά γυναίκα, κανένας συγγενής ή φίλος δεν τον είχε ζητήσει, δεν τον είχε ψάξει, δεν είχε λαχταρήσει ποτέ να τον ακούσει σε ώρα εργασίας κι ήταν από τους λίγους σύγχρονους ‘manager’ που δεν είχε κινητό τηλέφωνο. Ήταν προτίμησή του, όπως έλεγε, να παραμένει όσο ήταν απαραίτητο στο χώρο εργασίας, έστω κι ολομόναχος, για να ολοκληρώσει επαφές και δουλειές και να φύγει ήσυχος για το σπίτι, παρά να παίρνει μαζί του εκκρεμότητες, έστω και τηλεφωνικές.
Κι όλοι αναρωτιόνταν αν υπήρχε κάτι εκεί έξω να τον περιμένει. Κι όλοι ακόμα αναρωτιόνταν τι θα έκανε αυτός ο άνθρωπος όταν έπαιρνε τη σύνταξή του και ξαφνικά θα άδειαζε από τις ατελείωτες ώρες δουλειάς και θα είχε τόσο ελεύθερο χρόνο, να κάνει τί;
Κι αν είχε κάποιους συγγενείς, έστω και μακρινούς, κάποιους κληρονόμους, γιατί, τόσα χρόνια που δούλευε, τόσα χρόνια καλής καριέρας, ε, τι στο καλό, κάτι θα είχε μαζέψει, θα υπήρχε ακίνητη περιουσία ή και μετρητά, σε ποιόν θα πήγαιναν, λοιπόν, όλα αυτά;
✒✒✒
Μια μέρα, τον άκουσαν να μιλάει με κάποιον, τον οποίο αποκάλεσε γιατρό, κι όλοι κοιτάχτηκαν έκπληκτοι μεταξύ τους για το αγχωμένο ενδιαφέρον που έδειξε για τον υποτιθέμενο άρρωστο, την πορεία της υγείας του και την αγωγή που έπρεπε να πάρει, ώσπου τελικά, αναφερόμενος στο τρίχωμά του, κατάλαβαν ότι πρόκειται για κάποιο τετράποδο, έναν σκύλο. Μα βέβαια, τι άλλο θα μπορούσε να ήταν. Η επιβεβαίωση του μοναχικού βίου. Ο σκύλος, αυτός ο πιστός φίλος του ανθρώπου, ακόμα κι αν είναι τενεκεδένιος.
Κάποια στιγμή, προς μεγάλη έκπληξη όλων, τα πράγματα έδειχναν ότι πήγαιναν ν’ αλλάξουν. Πρωτόγνωρα για όλους σημάδια άρχισαν να υποδηλώνουν την ύπαρξη κάποιου ‘προσώπου’, μιας γυναίκας που έκανε την τηλεφωνική της εμφάνιση από το πουθενά. Ευγενική πάντα και μάλλον πρόσχαρη, ζητούσε τον Τενεκεδένιο Άνθρωπο εν ώρα εργασίας κι εκείνος, άλλες φορές ανταποκρινόταν με χαρά, άλλοτε πάλι ενοχλημένος απαντούσε κάτι απότομα μ’ ένα βιαστικό, Θα σε πάρω εγώ. Μαζί με τα τηλεφωνήματα, οι πιο παρατηρητικοί πρόσεξαν ένα αμυδρό φως στα μέχρι τότε ανέκφραστα μάτια του και κατά καιρούς κάτι που πήγαινε να μοιάσει με χαμόγελο στα σφιχτά χείλια του.
Μέχρι που έγινε κάτι ακόμα πιο ακραίο, προσπάθησε, χωρίς όμως επιτυχία, να κάνει ένα συμπαθητικό φιλοφρόνημα στην γραμματέα του. Συγκεκριμένα, μια κρύα μέρα που εκείνη αποφάσισε ν’ απαρνηθεί τη μίνι φούστα που συνήθως φορούσε και να βάλει παντελόνι, εκείνος το πρόσεξε και το σχολίασε λέγοντάς της ότι της πάει πολύ περισσότερο γιατί, έτσι δεν φαίνονταν οι γάμπες της που ήταν πολύ κοκαλιάρες σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα της!
Το πιο αξιοπρόσεκτο όμως στην όλη ιστορία ήταν τ’ όνομα της κυρίας που τον καλούσε: κυρία Δώρα! Θεοδώρα ή Δωροθέα, Ντόροθι, με λίγα λόγια, όνομα που ήρθε κι έδεσε με τους υπόλοιπους ήρωες του Μάγου του Οζ. Να ο Τενεκεδένιος, να ο σκύλος, να τώρα και η Ντόροθι. Λες; Λες τελικά με τη βοήθειά της να βρει αυτό που δεν είχε τόσο καιρό, μια καρδιά;
Ήταν ολοφάνερο ότι η διάθεσή του κατέβαλε προσπάθεια αλλαγής, προσπάθεια να μοιάσει με συνηθισμένο άνθρωπο, κοινό θνητό, από αυτούς που χαίρονται και πονάνε κι είναι κάποια στιγμή αφηρημένοι και δείχνουν ευχαριστημένοι ή απογοητευμένοι ή ελπίζουν σε κάτι, κάτι που ποθούν, κάτι που να τους βγάζει από την ισορροπία τους. Γιατί κι αυτή ακόμα η ισορροπία του Τενεκεδένιου δεν ήταν εκείνη ενός ανθρώπου σοφού και υγιούς, αλλά μια ισορροπία που με τελείως ανισόρροπο τρόπο είχε επιτευχθεί, κόντρα στη φύση, κόντρα στην αγάπη, την περιπέτεια και τον τζόγο που λέγεται ζωή.
Έτσι, τον είδαν να προσπαθεί για λίγο. Για λίγο όμως, δυο – τρεις μήνες, μέχρι που άρχισε να αποδέχεται όλο και πιο δύστροπα τα τηλεφωνήματα της κυρίας Δώρας, να λέει το γνωστό, Θα την πάρω εγώ, ώσπου μια μέρα τον κρυφάκουσαν να λέει εκνευρισμένος, Θέλω να μείνω μόνος. Κι εκείνη, μάλλον δεν του χάλασε το χατίρι, γιατί τα τηλεφωνήματα σταμάτησαν. Εκείνος ξαναβρήκε το παλιό γνώριμο κρυόκωλο ύφος του. Η προσπάθεια απέτυχε, η δική του, και μάλλον και της κυρίας Δώρας. Όλα βρήκαν τον παλιό τους ρυθμό. Την πρότερη ευχάριστη έκπληξη των συναδέλφων διαδέχτηκε η απογοήτευση. Μερικοί όμως είπαν ότι το περίμεναν, ο γέρο-λύκος δεν αλλάζει εύκολα χούι.
Δεν τον ξαναείδαν, δεν τον ξανάκουσαν. Τα είχε αφήσει όλα τέλεια πίσω του, στον αντικαταστάτη και διάδοχό του, έτσι δεν υπήρχε κανένας λόγος για περισσότερη επαφή μαζί του. Χάθηκε κι εξαφανίστηκε στο τίποτα και πουθενά του, χωρίς ν’ αφήσει πίσω φίλους, αλλά ούτε κι εχθρούς. Ξεχάστηκε γρήγορα κι αβίαστα, χωρίς κόπο, χωρίς αίσθημα, όπως ακριβώς ήταν ο ίδιος.
✒✒✒
Δεν είχε περάσει ούτε χρόνος, όταν ένας από τους συναδέλφους κατέφθασε στο γραφείο με συνταρακτικά νέα. Ο Τενεκεδένιος δεν υπήρχε πια. Είχε πεθάνει, είπε, πριν από μερικές βδομάδες, η κηδεία είχε κιόλας γίνει –άγνωστο με ποιους, από ποιους –και ήξερε ακόμα κι από τι είχε φύγει: έμφραγμα! Ποιός; Ο Τενεκεδένιος, που δεν είχε καρδιά, πέθανε από έμφραγμα! Τα περίεργα νέα διαδόθηκαν αμέσως, η ιδέα έπεσε κι έγινε αμέσως αποδεκτή: Θα έβρισκαν που είναι θαμμένος και θα πήγαιναν όλοι μαζί στον τάφο για να τον αποχαιρετήσουν, δε βαριέσαι, ο ίδιος δεν θα το ‘ξερε, δεν θα το καταλάβαινε –έτσι κι αλλιώς δεν θα το καταλάβαινε –όμως το ήθελαν οι ίδιοι, στο κάτω-κάτω, τόσα χρόνια δούλεψαν μαζί.
Τα ελάχιστα χρόνια που του απέμεναν στη δουλειά πέρασαν και ήρθε η ώρα να πάρει σύνταξη. Επέμενε ότι δεν θέλει κανένα πάρτι ή γιορτή, ευχαρίστησε κι αποχαιρέτησε όλους με μια χειραψία, τους ευχήθηκε καλή συνέχεια κι έφυγε. Έτσι απλά και τελείως ανέκφραστα, χωρίς την παραμικρή υποψία συγκίνησης, χαράς ή αγωνίας, έφυγε για πάντα από αυτό που όλοι είχαν καταλάβει πως ήταν ο κόσμος του όλος, ο λόγος ύπαρξής του, η δουλειά του.
Συμφώνησαν, λοιπόν, και την Κυριακή συναντήθηκαν στο Κοιμητήριο. Βρήκαν τον τάφο, είπαν το αντίο, άλλοι πιο φωναχτά, άλλοι από μέσα τους, και του άφησαν λουλούδια. Εκτός από τη ζωντοχήρα με τις χυμώδεις καμπύλες. Εκείνη, άνοιξε την τσάντα της κι έβγαλε μια σοκολατένια καρδιά. Αφαίρεσε το κόκκινο αλουμινένιο περίβλημά της και την άφησε πάνω στην πλάκα, εκεί που υπολόγιζε ότι θα ήταν η πραγματική του καρδιά, για να λιώσει, όπως είπε, σιγά-σιγά από τον ήλιο και τη βροχή, να γλυκαθεί λιγάκι. Γιατί είναι σκληρό, συμπλήρωσε, που ο Τενεκεδένιος ανακάλυψε ότι έχει καρδιά μόνο τη στιγμή που εκείνη τον εγκατέλειπε.
Ύστερα, πήγαν όλοι μαζί για τσίπουρο. Στο δεύτερο κιόλας ποτήρι το κέφι είχε ανάψει και με τα γέλια και τα πειράγματα δεν άργησαν να ξεχάσουν τη θλιβερή επίσκεψη, το λόγο που μαζεύτηκαν εκείνη την Κυριακή. Μάλιστα, οι δυο ερωτευμένοι της παρέας, που στη δουλειά το ‘παιζαν σοβαροί, αν κι όλοι γνώριζαν για τη σχέση τους, φιλήθηκαν για πρώτη φορά στα φανερά κι ανακοίνωσαν στους υπόλοιπους ότι σύντομα θα έτρωγαν κουφέτα.
Τότε όλοι σήκωσαν χαρούμενα τα ποτήρια και τους ευχήθηκαν, Η ώρα η καλή!